τιθασεία
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ, A taming, domestication, ἰχθύων Pl.Plt.264c (pl.); τὰ δεχόμενα τιθασείαν (codd. -άσιον) Thphr.HP3.2.2.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, das Zähmen, zu Hausthieren Machen, ἰχθύων Plat. Polit. 264 c.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθᾰσεία: ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ ἐξημέρωσις, ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.
Greek Monolingual
ἡ, Α τιθασεύω
τιθάσευση, εξημέρωση.
Russian (Dvoretsky)
τῐθᾰσεία: ἡ заповедник для животных (τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.).