τροχοπέδη

From LSJ
Revision as of 13:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχοπέδη Medium diacritics: τροχοπέδη Low diacritics: τροχοπέδη Capitals: ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ
Transliteration A: trochopédē Transliteration B: trochopedē Transliteration C: trochopedi Beta Code: troxope/dh

English (LSJ)

ἡ, A the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.

Greek (Liddell-Scott)

τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο
2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. ιστο-πέδη)].