ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: ἡδύστομος | Medium diacritics: ἡδύστομος | Low diacritics: ηδύστομος | Capitals: ΗΔΥΣΤΟΜΟΣ |
Transliteration A: hēdýstomos | Transliteration B: hēdystomos | Transliteration C: idystomos | Beta Code: h(du/stomos |
A jocosus, Gloss.
ἡδύστομος, -ον (Α)
ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].