ἱμαντοπάροχος
From LSJ
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
English (LSJ)
ὁ, A purveyor of straps, etc., for the races, CIG2758 D6 (Aphrodisias).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοπάροχος: ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6.
Greek Monolingual
ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, υδροπάροχος.