ὀξυφεγγής
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ές, A bright-beaming, epithet of ῥόδα, Chaerem.8.
German (Pape)
[Seite 355] ές, scharf, hell glänzend, ῥόδα, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠφεγγής: -ές, ὁ ὀξέως λάμπων, λαμπρός, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608F.
Greek Monolingual
ὀξυφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ-φεγγής].