ὀρεσσιβάτης

From LSJ
Revision as of 15:16, 24 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσσῐβάτης Medium diacritics: ὀρεσσιβάτης Low diacritics: ορεσσιβάτης Capitals: ΟΡΕΣΣΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: oressibátēs Transliteration B: oressibatēs Transliteration C: oressivatis Beta Code: o)ressiba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρεσιβάτης, A mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.

Greek Monolingual

ὀρεσσιβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.

Greek Monotonic

ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεσσῐβάτης: ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = ὀρειβάτης.

Middle Liddell

ὀρεσσῐ-βάτης, ου, ὁ, [poetic for ὀρεσιβάτης
mountain roaming, Soph.