ὀρθοπύγιον
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
[ῡ], τό, A = ὀρροπύγιον, Eratosth. Cat.25,41, Vett.Val.10.3, Sch.Arat.276.
German (Pape)
[Seite 375] τό, = ὀῤῥοπύγιον, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπύγιον: τό, = ὀρροπύγιον, Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
Greek Monolingual
ὀρθοπύγιον, τὸ (Α)
το ορροπύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πύγιον (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. ορρο-πύγιον].