ῥοικοειδής

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοικοειδής Medium diacritics: ῥοικοειδής Low diacritics: ροικοειδής Capitals: ΡΟΙΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhoikoeidḗs Transliteration B: rhoikoeidēs Transliteration C: roikoeidis Beta Code: r(oikoeidh/s

English (LSJ)

ές, A crooked-looking, Gal.18(1).537; cf. ῥαιβοειδής.

German (Pape)

[Seite 848] ές, wie krumm, dem Krummen ähnlich, krumm von Ansehen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοικοειδής: -ές, ὁ καμπυλοειδής, κυρτοειδής, Γαλην. 18. 537· πρβλ. ῥαιβοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
καμπυλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοικός «στρεβλός, κυρτός» + -ειδής].