Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυτικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡτικός Medium diacritics: στυτικός Low diacritics: στυτικός Capitals: ΣΤΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stytikós Transliteration B: stytikos Transliteration C: stytikos Beta Code: stutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (στύω) causing priapism, στυτικαὶ δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτ- codd.Ath.).

German (Pape)

[Seite 959] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.

Greek (Liddell-Scott)

στῡτικός: -ή, -όν, (στύω) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν μόριον, στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.