Φοῖβος

From LSJ
Revision as of 11:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Phœbos, litt. « le brillant », surn. d'Apollon.
Étymologie: φοῖβος.

English (Autenrieth)

Phoebus, epithet of Apollo, probably as god of light, with or without Ἀπόλλων.

English (Slater)

Φοῑβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -ε)
   1 bright one epith. of Apollo. Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός (O. 6.49) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.33) Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (P. 1.39) ἀκερσεκόμᾳ Φοίβῳ (P. 3.14) “τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” (P. 4.54) χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν (P. 5.104) “Φοῖβε” (P. 9.40) (Πύθια) ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις (N. 9.9) τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων (I. 1.7)

Russian (Dvoretsky)

Φοῖβος: ὁ Феб, «Лучезарный» (эпитет Аполлона) Hom., Aesch. etc.