γεγάκειν
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], Dor. for γεγακέναι, = γεγονέναι, Pi.O.6.49.
Spanish (DGE)
v. γίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 477] u. ä., s. unter γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεγάκειν, γεγάμεν Dor. inf. perf. act., zie γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
γεγάκειν: (ᾱ) дор. Pind. inf. pf. к γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
γεγάκειν: [ᾱ], Δωρ. ἀντὶ γεγακέναι = γεγονέναι, Πίνδ. Ο. 6. 83.