τῶ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
French (Bailly abrégé)
dor. p. τοῦ, gén. masc. et neutre de l’art. ὁ, ἡ, τό.
English (Autenrieth)
English (Slater)
(codd. τῷ; cf. Bacch., 17. 39.)
1 therefore τῶ σε μὴ λαθέτω (P. 5.23) τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (Hartung: τῷ codd., quod receperunt alii, “Cleandro” vel “ideo” interpretantes) (I. 8.5) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (Schr.: τῷ cod.) (I. 8.66)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τῶ, ook τῷ en τώ, adv., daarom, in dat geval.
Russian (Dvoretsky)
τῶ: дор. (= τοῦ) gen. к ὁ и τό.