ἁμέτερος

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμέτερος Medium diacritics: ἁμέτερος Low diacritics: αμέτερος Capitals: ΑΜΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: haméteros Transliteration B: hameteros Transliteration C: ameteros Beta Code: a(me/teros

English (LSJ)

Doric for ἡμέτερος.

German (Pape)

[Seite 123] dor. = ἡμέτερος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡμέτερος.

English (Slater)

ᾱμέτερος pl. pro sing. =
   1 ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.

Spanish (DGE)

v. ἡμέτερος.

Greek Monotonic

ἁμέτερος: Δωρ. αντί ἡμέτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἁμέτερος: (ᾱ) дор. = ἡμέτερος.