ἡμικρανία
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ἡ, (κράνιον) migraine, hemicrania, pain on one side of the head or pain on one side of the face, ib.592:—also ἡμικράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 (Carnuntum).
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν πάθος, Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικρᾱνία: ἡ, (κρανίον) πόνος κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, ὅθεν Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.
Greek Monolingual
η (AM ἡμικρανία)
σφοδρός πονοκέφαλος που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετεροκρανία, κατακρανία.
Translations
af: skeelhoofpyn; ar: صداع نصفي; ast: migraña; as: মাইগ্ৰেণ; azb: میگرن; az: miqren; bat_smg: mėgrena; bg: мигрена; bn: মাইগ্রেন; bs: migrena; ca: migranya; cs: migréna; cy: cur pen eithafol; da: migræne; de: Migräne; dv: ބޮލުގެ އެއްފަޅީގައި ރިހުން; el: ημικρανία; en: migraine; es: migraña, hemicránea, jaqueca; et: migreen; eu: migraina; fa: میگرن; fi: migreeni; fr: migraine; fy: migrêne; ga: mígréin; grc: ἡμικρανία, ἡμικρανίη, ἡμικράνιον; gu: આધાશીશી (રોગ); he: מיגרנה; hi: अधकपारी; hr: migrena; hu: migrén; hy: միգրեն; id: migrain; io: migreno; is: mígreni; it: emicrania; ja: 片頭痛; kk: бас сақинасы; kn: ಮೈಗ್ರೇನ್ (ಅರೆತಲೆ ನೋವು); ko: 편두통; ku: mîgren; ky: шакый; la: hemicrania; lg: omutwe ogulumira oludda olumu; lt: migrena; lv: migrēna; ml: ചെന്നിക്കുത്ത്; mr: अर्धशिशी; nl: migraine; nn: migrene; no: migrene; or: ଅଧକପାଳି; pa: ਮਾਈਗ੍ਰੇਨ; pl: migrena; pt: enxaqueca; ro: migrenă; ru: мигрень; sco: maigrim; sh: migrena; simple: migraine; sk: migréna; sl: migrena; sq: migrena; sr: мигрена; sv: migrän; sw: kipandauso; ta: ஒற்றைத் தலைவலி; te: పార్శ్వపు తలనొప్పి; th: โรคไมเกรน; tr: migren; uk: мігрень; ur: شقیقہ; uz: migren; vi: đau nửa đầu; xmf: შანგიტახა; zh: 偏頭痛