Παρθικός
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Middle Liddell
Παρθικός, ή, όν
Parthian, Strab.; Παρθικά, τά, a history of Parthia, Strab.; so Παρθίς, ίδος, ἡ, Luc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
des Parthes ; ἡ Παρθική la Parthiène ; τὰ Παρθικά l’empire des Parthes ou la guerre des Parthes.
Étymologie: Πάρθοι.
Russian (Dvoretsky)
Παρθικός: парфянский Plut.