οἰστροβολέω
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
strike with the sting, τινα, especially of the dart of love, AP 9.16 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροβολέω: πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, τρεῖς δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
piquer de l’aiguillon du désir ou de la fureur.
Étymologie: οἶστρος, βάλλω.
Greek Monotonic
οἰστροβολέω: μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροβολέω: досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).