μαργαρίς
From LSJ
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a kind of A palm tree, Plin.HN13.42. II v. μαργαρίτης 1.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
avec ou sans λίθος;
perle.
Étymologie: DELG emprunt à l’iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».
Greek Monolingual
μαργαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος φοίνικα
2. μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάργαρος + επίθημα -ίς (πρβλ. λατ. margaris)].