φιλεραστής

From LSJ
Revision as of 19:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεραστής Medium diacritics: φιλεραστής Low diacritics: φιλεραστής Capitals: ΦΙΛΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: philerastḗs Transliteration B: philerastēs Transliteration C: filerastis Beta Code: filerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fond of a lover, or fond of having lovers, Pl.Smp.192b, Arist.Rh.1371b24.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, der gern liebt, der Verliebte, der Freund von Liebschaften; καὶ παιδεραστής Plat. Conv. 192 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
enclin à l’amour.
Étymologie: φίλος, ἐράω.

Greek Monolingual

ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστήςπάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστής.

Greek Monotonic

φῐλεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φιλεραστής: οῦ ὁ влюбчивый человек Plat., Arst.

Middle Liddell

φῐλ-εραστής, οῦ, ὁ,
fond of a lover, or fond of having lovers, Plat., Arist.