ἐπιδικάσιμος
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
[ᾰ], ον, to be claimed as one's right, J.AJ4.2.4; much sought for, Luc.Somn.9.
German (Pape)
[Seite 938] τινί, der Jemandes Sache vor Gericht führen kann, zur Unterstützung der Rechtsansprüche dienlich, Luc. Somn. 9; τινί, von Jem. beansprucht, Ios.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on réclame, que l’on invoque ; secourable.
Étymologie: ἐπιδικάζω.
Greek Monolingual
ἐπιδικάσιμος, -ον (Α) επιδίκαση
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τον απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῖς βουλομένοις», Ιώσ.)
2. περιζήτητος («οὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῖς φοβερός», Λουκιαν.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδῐκάσιμος: (ᾰ) досл. защищающий на суде, перен. оказывающий помощь, полезный (φίλοις Luc.).