ομοφωνώ

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμοφωνῶ, -έω) ομόφωνος
νεοελλ.
έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμος
μσν.-αρχ.
ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον
αρχ.
1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῖ ταῖς κτητικαῑς», Απολλ. Δύσκ.)
2. ηχώ στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο με άλλον
3. συμφωνώ
4. διακηρύσσω ομοφώνως κάτι, αναγνωρίζω από κοινού («Ἑλλὰς δ' ἀρετὰν ὁμοφωνεῖ», επιγρ.)
5. φρ. «πάντα γὰρ ὁμοφωνεῖ τῷ λόγῳ» — όλα συμφωνούν με τον λόγο (Αριστοτ.).