χοιρίον

From LSJ
Revision as of 15:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρίον Medium diacritics: χοιρίον Low diacritics: χοιρίον Capitals: ΧΟΙΡΙΟΝ
Transliteration A: choiríon Transliteration B: choirion Transliteration C: choirion Beta Code: xoiri/on

English (LSJ)

τό, Dim. of χοῖρος, A pigling, porker, Ar.Ach.740. II Dim. of χοῖρος 1.2, Id.V.1353.

German (Pape)

[Seite 1362] τό, 1) dim. von χοῖρος, Schweinchen, Ar. Ach. 740 u. öfter; aber auch – 2) dim. von χοῖρος 2, Ar. Vesp. 1353.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χοῖρος, χοιρίδιον, «γουρουνόπουλον», Ἀριστοφ. Ἀχ. 740 κἑξ.· πρβλ. μυστικός. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ χοῖρος Ι. 2, Ἀριστοφ. Σφ. 1353.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit cochon, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: χοῖρος.

Spanish

cerdo, lechón

Greek Monolingual

τὸ, Α χοῑρος
(υποκορ. τ.)
1. μικρός στην ηλικία χοίρος, χοιρίδιο
2. το αιδοίο της γυναίκας («ἐγώ σ', ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ λυσάμενος ἔξω παλλακήν, ὦ χοιρίον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χοιρίον: τό, υποκορ. του χοῖρος, γουρουνάκι, χοιρίδιο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χοιρίον: τό demin. к χοῖρος 1 и 2.

Middle Liddell

χοιρίον, ου, τό, [Dim. of χοῖρος
a pigling, porker, Ar.