ὀγκῶμαι

From LSJ
Revision as of 10:09, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(Α ὀγκῶμαι, ὀγκάομαι)<br />(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.<br />[<b><span...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

Greek Monolingual

ὀγκῶμαι, ὀγκάομαι)
(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε -άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα enq- / onq- με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω» και συνδέονται με αλβ. nekonj, αρχ. σλαβ. jaču, μέσο ιρλδ. ong
είναι πιθ. να οφείλονται σε ονοματοποιία (βλ. και λ. όκνος [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή oncō].