αγχιστεία

From LSJ
Revision as of 12:40, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

(I)
ἀγχιστεῑα, τα (Α) ἄγχιστος
η εξ αίματος συγγένεια.
(II)
η (Α ἀγχιστεία) ἄγχιστος
νεοελλ.
συγγένεια που προκύπτει από γάμο και ακριβέστερα η συγγένεια του ενός από τους συζύγους προς τους συγγενείς του άλλου, ή τών συγγενών και των δύο συζύγων μεταξύ τους, η κηδεστία
αρχ.
1. η εγγύτατη, η πιο κοντινή, η εξ αίματος συγγένεια
2. δικαιώματα που προέρχονται από αυτή τη συγγένεια, κληρονομικά δικαιώματα
3. αποκλεισμός από κάποιο δικαίωμα λόγω καταγωγής.