συγκαταλέχω

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλέχω Medium diacritics: συγκαταλέχω Low diacritics: συγκαταλέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΧΩ
Transliteration A: synkataléchō Transliteration B: synkatalechō Transliteration C: sygkatalecho Beta Code: sugkatale/xw

English (LSJ)

lay down with, in aor. 1 Act., συγκατέλεξε κόρῃ Epigr. in Philol.88.139 (Crete):—Med., lie down with, in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν Luc.Charid. 4.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].