συνδιαζώννυμι
From LSJ
English (LSJ)
in Pass., to be linked by aspect with a planet, of the moon, Cat.Cod.Astr.8(3).103.3.
Greek Monolingual
Α
(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι
(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].
Greek Monolingual
Α
(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι
(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].