ανόητος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνόητος, -ον)
1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει
2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος
αρχ.
1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει σκέψη, ανήκουστος, ακατανόητος, ακατάληπτος
2. (για τα ζώα) αυτός που στερείται λογικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νοητός < νοώ (-έω)].