δημοφάγος
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = δημοβόρος, τύραννος Thgn.1181.
German (Pape)
[Seite 565] = δημοβόρος, Theogn. 1181.
Greek (Liddell-Scott)
δημοφάγος: [ᾰ], -ον, = δημοβόρος, τύραννος Θέογν. 1181.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador del pueblo fig. τύραννος Thgn.1181.
Greek Monotonic
δημοφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν) = δημοβόρος, σε Θεόγν.