διαφθαρτικός
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ή, όν, destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.
German (Pape)
[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.
Greek (Liddell-Scott)
διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.
Greek Monolingual
διαφθαρτικός -ή, -όν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός.
Russian (Dvoretsky)
διαφθαρτικός: губительный, гибельный, т. е. ядовитый (φάρμακον Arst.).