δικάστρια
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.
Greek Monotonic
δῐκάστρια: ἡ (δικαστής), γυναίκα δικαστής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκάστρια: ἡ женщина-судья Luc.