δυηπαθής
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ές, much-suffering, A.R.4.1165, Opp.H.2.436; painful, τοκετός Nonn.D.41.411.
German (Pape)
[Seite 671] ές, Unglück erleidend, elend; δύπται Opp. H. 2, 436; Man. 6, 15; vgl. Antip. Sid. 111 (VII, 209).
Greek (Liddell-Scott)
δυηπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ ὑποφέρων, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1165, Ὀππ. Ἁλ. 2. 436· ― καὶ δυήπᾰθος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 486· ― ἐντεῦθεν δῠηπαθίη, ἡ, ἀθλιότης, δυστυχία, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1395, Ἀνθ. Πλαν. 113· καὶ δυηπάθεια, ἡ, Ἐτυμ. Μ. 291.
Spanish (DGE)
(δυηπᾰθής) -ές
• Morfología: [no contr. plu. nom. -παθέες Opp.H.2.436, gen. -παθέων A.R.4.1165, Procl.H.2.12, dat. -παθέεσσι Man.6.15]
1 que sufre penalidades, miserable φῦλα δυηπαθέων ἀνθρώπων A.R.l.c., δυηπαθέων γένος ἀνδρῶν Procl.l.c., cf. Nonn.D.7.9, Man.6.15, μύρμηξ AP 7.209 (Antip.Sid), cf. Opp.l.c.
2 doloroso, penoso ὠδῖνες GVI 1148.17 (Esmirna II d.C.), τοκετός Nonn.D.41.411, 48.787, 815.
Russian (Dvoretsky)
δυηπᾰθής: горемычный, т. е. тяжело работающий (μύρμηξ Anth.).