δορατοξόος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ον, = δορυξόος, τέκτων Nic.Th.170.
German (Pape)
[Seite 658] = δορυξόος, Nic. Th. 170.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτοξόος: -ον, = δορυξόος, Νίκ. Θ. 170.
Spanish (DGE)
(δορᾰτοξόος) -ον que hace lanzas τέκτων Nic.Th.170.
Greek Monolingual
δορατοξόος, ο (Α)
ο δορυξόος.