δυσκραής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές, intemperate, Opp.H.2.517.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt, ῥιπή Opp. H. 2, 517.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱής: -ές, = δύσκρατος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 517.
Spanish (DGE)
(δυσκρᾱής) -ές destemplado, excesivo ῥιπή Opp.H.2.517.
Greek Monolingual
-ές (Α δυσκραής, -ές)
(για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός
νεοελλ.
(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση.
Frisk Etymological English
See also: s. εὑκραής.
Frisk Etymology German
δυσκραής: {duskrāḗs}
Meaning: schlecht gemischt, ungemäßigt (ῥιπή, Opp. H. 2, 517).
Etymology: Gegensatz εὐκραής, s. d.
Page 1,426