δρυοπαγής
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
στόλος, in S. Fr. 702, expld. by Eust. 1726.16 as ὁ δρύϊνος πάσσαλος, the oak-fastening instrument, an oaken bolt. (Cf. στόλος, = ἔμβολον, A. Pers. 408.)
German (Pape)
[Seite 669] ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοπᾰγής: -ές, ἐκ ξύλων δρυὸς κατεσκευασμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 629, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743.
Spanish (DGE)
(δρυοπᾰγής) -ές hecho de madera στόλος S.Fr.702.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
δρυοπᾰγής: сколоченный из дерева (στόλος Soph.).