δυσελπιστία
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ἡ, despondency, Arist.VV1251b25, Plb.1.39.14, Teles p.35 H., Ph.1.119, App.BC4.12.
German (Pape)
[Seite 678] ἡ, Hoffnungslosigkeit, Verzweiflung, Pol. 1, 71, 2 u. öfter, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσελπιστία: ἡ, ἀπελπισμός, Ἀριστ. π. Ἀρετ. 7, 6, Πολύβ. 1. 39, 14 κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SA 2.2.17, CA 2.2.2
1 desesperanza, desesperacióncomo defecto del pusilánime, Arist.VV 1251b25, πτοία καὶ δ. Plb.1.39.14, φόβος καὶ δ. Anon.Herc.346.6.11, δ. καὶ ἀπιστία Ph.1.119, cf. Plu.Tim.26, Teles p.35, App.BC 3.66, πολλὴ δὲ δ. ἐστιν ref. a una enfermedad, Archig. en Aët.9.35, cf. Aret.CA 2.2.2, junto a otros síntomas ἕπεται δυσθυμίη, δυσελπιστίη Aret.SA 2.2.17, ἐν ... δυσελπιστίᾳ καθέστασαν cayeron en la desesperación Plb.1.71.2, cf. ITomis 2.4 (II/I a.C.), ἀναπεσεῖν δυσελπιστίᾳ Ph.2.57, c. εἰς y ac. δ. δ' εἰς τὰ μέλλοντα falta de esperanza en el porvenir Ph.2.112, c. ὑπέρ y gen. ὑπὲρ τῶν ὅλων δ. Plb.3.103.1, c. inf. δ. μηδένα ῥύσεσθαί τινα προσδοκᾶν App.BC 4.12, tb. en plu. χαλεπαὶ δυσελπιστίαι Ph.2.112
•en el sent. de esperanza de un mal, recelo, mal presentimiento op. ἐλπίς buena expectativa Dam.in Phlb.147.
2 falsa esperanza, esperanza fallida Ph.2.595.
Greek Monolingual
δυσελπιστία, η (Α)
απελπισία.
Russian (Dvoretsky)
δυσελπιστία: ἡ безнадежность, отчаяние Arst., Polyb., Plut.