βαναυσικός

From LSJ
Revision as of 20:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσικός Medium diacritics: βαναυσικός Low diacritics: βαναυσικός Capitals: ΒΑΝΑΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: banausikós Transliteration B: banausikos Transliteration C: vanafsikos Beta Code: banausiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for artisans: τέχνη β. handicraft, X. Smp.3.4, Oec.4.2; τὸ β. Arist.Pol.1321a6.

German (Pape)

[Seite 431] handwerksmäßig, τέχναι, handwerksmäßig betriebene Künste, Handwerke, Xen. Oec. 4, 2 Conv. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'artisan.
Étymologie: βάναυσος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
propio de artesano, artesanal βαναυσικὴ τέχνη artesanía X.Smp.3.4, Oec.4.2, Poll.7.6
τὸ μέρος βαναυσικόν el artesanado Arist.Pol.1321a6.

Greek Monolingual

βαναυσικός, -ή, -όν (Α) βάναυσος
1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα
2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική
η χειρωναξία
3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν
η χειρωναξία.

Greek Monotonic

βᾰναυσικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· τέχνη βαναυσική, χειρωνακτική τέχνη, Λατ. ars sellularia, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσικός: ремесленный, ручной, тж. механический (τέναι Xen.).

Middle Liddell

[from βάναυσος
of or for mechanics: τέχνη β. a mere mechanical art, Lat. ars sellularia, Xen.