βύρσινος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
η, ον, leather, πλοιάρια D.C.48.19.
German (Pape)
[Seite 468] ledern, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
βύρσινος: -η, -ον, ἐκ δέρματος, δερμάτινος, πλοιάρια Δίων Κ. 48. 19.
Spanish (DGE)
-η, -ον de cuero πλοιάρια D.C.48.19.1.
Greek Monolingual
βύρσινος, -η, -ον (Α) βύρσα
δερμάτινος.