ἀκυρολογία

From LSJ
Revision as of 09:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκυρολογία Medium diacritics: ἀκυρολογία Low diacritics: ακυρολογία Capitals: ΑΚΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: akyrología Transliteration B: akyrologia Transliteration C: akyrologia Beta Code: a)kurologi/a

English (LSJ)

ἡ, incorrect phraseology, D.H.Lys.4 (nisileg. ἀκαιρο-, q.v.). ἄκυρον, τό, = ἄλισμα, Ps.-Dsc.3.152.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῡρολογία: ἡ, ἀκατάλληλος φράσις, καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
gram. dicción incorrecta Hdn.Gr. en An.Boiss.3.262, Phlp.Aet.157.9, Charis.270, Isid.Etym.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.

Greek Monolingual

η (Α ἀκυρολογία)
λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η ακυρολογία μαζί με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «τὰς τρεῑς κακίας περὶ λόγον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρολογῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρολογικός].