ἀντεπιστρέφω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
turn against, retort, Plu.2.81oe; turn round and back, of a needle, Gal.10.418.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen hinwenden, einen Witz u. dgl. gegen den, der ihn gemacht hat, zurückgeben, Plut. reip. ger. praec. 15 (p. 167).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιστρέφω: ἐπιστρέφω ὀπίσω, ἐπὶ λοιδοριῶν, Πλούτ. 2. 810Ε.
Spanish (DGE)
1 volverse contra αἱ δ' ἀντεπιστρέφουσαι (sc. ἀπαντήσεις) las (réplicas) que se vuelven contra (el orador), Plu.2.810e.
2 tr. hacer volver τὴν βελόνην ἔξωθεν εἴσω Gal.10.418.
Greek Monolingual
(Α ἀντεπιστρέφω)
νεοελλ.
επιστρέφω πάλι κάτι που μου επέστρεψαν
αρχ.
1. στρέφω κάτι εναντίον κάποιου
2. στριφογυρίζω (για την κίνηση της βελόνας).
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιστρέφω: поворачивать в обратную сторону Plut.