ἀντιμέτειμι

From LSJ
Revision as of 10:17, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτειμι Medium diacritics: ἀντιμέτειμι Low diacritics: αντιμέτειμι Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΕΙΜΙ
Transliteration A: antiméteimi Transliteration B: antimeteimi Transliteration C: antimeteimi Beta Code: a)ntime/teimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.

German (Pape)

[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.

Spanish (DGE)

competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.

Greek Monolingual

ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.

Greek Monotonic

ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέτειμι: соревноваться, конкурировать: πολλῶν ἀντιμετιόντων Plut. при наличии множества соискателей.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to compete: οἱ ἀντιμετιόντες competitors, Plut.