ἀντιπεριλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 10:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπεριλαμβάνω Medium diacritics: ἀντιπεριλαμβάνω Low diacritics: αντιπεριλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antiperilambánō Transliteration B: antiperilambanō Transliteration C: antiperilamvano Beta Code: a)ntiperilamba/nw

English (LSJ)

embrace in turn, X.Smp. 9.4.

German (Pape)

[Seite 258] (s. λαμβάνω), dagegen umarmen, Xen. Conv. 9, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεριλαμβάνω: περιπτύσσομαι καὶ αὐτός, περιλαβὼν ἐφίλησεν αὐτήν· ἡ δ’... ἀντιπεριελάμβανεν Ξεν. Συμπ. 9. 4.

French (Bailly abrégé)

embrasser à son tour.
Étymologie: ἀντί, περιλαμβάνω.

Spanish (DGE)

abrazar a su vezΔιόνυσος περιλαβὼν ἐφίλησε αὐτήν. Ἡ δὲ ... ἀντιπεριελάμβανεν X.Smp.9.4.

Greek Monolingual

ἀντιπεριλαμβάνω (Α)
αγκαλιάζω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιπεριλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αγκαλιάζω με τη σειρά μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπεριλαμβάνω: в свою очередь обнимать Xen.

Middle Liddell

to embrace in turn, Xen.