ἀπειρομεγέθης

From LSJ
Revision as of 10:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρομεγέθης Medium diacritics: ἀπειρομεγέθης Low diacritics: απειρομεγέθης Capitals: ΑΠΕΙΡΟΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: apeiromegéthēs Transliteration B: apeiromegethēs Transliteration C: apeiromegethis Beta Code: a)peiromege/qhs

English (LSJ)

ες, immensely large, S.E.P.3.44; διαστήματα Ph.1.605, cf. Cleom.2.1: metaph., χωρίον ἐπιστήμης Ph.1.627.

German (Pape)

[Seite 285] ες, unendlich groß, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρομεγέθης: -ες, ὁ ἔχων ἄπειρον μέγεθος, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 44, Φίλων 1. 688, Κλεομήδ. 103. - Ἐπίρρ. -θως Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 970C.

Spanish (DGE)

-ες
1 de enorme tamaño, inmenso διαστήματα Ph.1.605, κόσμος Cleom.2.1.69, 84, σῶμα S.E.P.3.44, de Dios φύσις Eus.DE 4.6
fig. ἀπὸ τοῦ ... ἀπειρομεγέθους ἐπιστήμης χωρίου Ph.1.627
subst. neutr. inmensidad τὸ ἀ. ... φύσεως Procop.Gaz.M.87.1933B.
2 adv. -ως de modo inmensamente grande Epiph.Const.Haer.76.40.

Greek Monolingual

-ες (AM ἀπειρομεγέθης, -ους)
άπειρος κατά το μέγεθος, ανυπολόγιστα μεγάλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρομεγέθης: бесконечно большой Sext.