ἀπειρομεγέθης
English (LSJ)
ἀπειρομεγέθες, immensely large, S.E.P.3.44; διαστήματα Ph.1.605, cf. Cleom.2.1: metaph., χωρίον ἐπιστήμης Ph.1.627.
Spanish (DGE)
-ες
1 de enorme tamaño, inmenso διαστήματα Ph.1.605, κόσμος Cleom.2.1.69, 84, σῶμα S.E.P.3.44, de Dios φύσις Eus.DE 4.6
•fig. ἀπὸ τοῦ ... ἀπειρομεγέθους ἐπιστήμης χωρίου Ph.1.627
•subst. neutr. inmensidad = τὸ ἀπειρομεγέθες ... φύσεως Procop.Gaz.M.87.1933B.
2 adv. ἀπειρομεγέθως = de modo inmensamente grande Epiph.Const.Haer.76.40.
German (Pape)
[Seite 285] ες, unendlich groß, Euseb.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρομεγέθης: бесконечно большой Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρομεγέθης: -ες, ὁ ἔχων ἄπειρον μέγεθος, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 44, Φίλων 1. 688, Κλεομήδ. 103. - Ἐπίρρ. -θως Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 970C.
Greek Monolingual
-ες (AM ἀπειρομεγέθης, -ους)
άπειρος κατά το μέγεθος, ανυπολόγιστα μεγάλος.