ἀποσκαρίζω
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
v. ἀπασκαρίζω, LXX Jd. 4.21.
German (Pape)
[Seite 324] zappelnd sterben, Lucill. 41 (XI, 114); LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκᾰρίζω: ἀπασκαρίζω, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
(ἀποσκᾰρίζω)
morir entre convulsiones LXX Id.4.21 (Aq.Id.4.21), AP 11.114 (Nicarch.).
Greek Monolingual
οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκᾰρίζω: умирать в судорогах Anth.