ἀροτροπόνος
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, working with the plough, AP9.274 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).
Greek Monotonic
ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτροπόνος: пашущий землю (ζεῦγλαι Anth.).