ἀρύστιχος
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, Dim. of ἀρυτήρ, Ar.V.855, Phryn.Com.40, IG4.39 (Aegina).
German (Pape)
[Seite 364] ὁ, dim. zum vorigen, kleiner Becher, Ar. Vesp. 855; Phryn. com. Ath. X, 424 c verbindet κύλικα ἀρύστιχον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρύστῐχος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀρυτήρ, Ἀριστοφ. Σφ. 855, Φρύν. ἐν «Ποαστρίαις» 2· ― «ἀρυστίχους· τὰς οἰνοχόας, οἷον κοτύλας, ἀπὸ τοῦ ἀρύειν, ἔνθεν καὶ ἡ ἀρύταινα· ἔλεγον δὲ καὶ ἔφηβον τὸ τοιοῦτον σκεῦος» Ἡσύχ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2139.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
cacillo para vino, copa Ar.V.855, Phryn.Com.42, IG 4.39.19 (Egina V a.C.), Hsch., Sud., Eust.1216.63
•pomo para perfume SEG 32.724 (Mar Negro VI a.C.).
Greek Monotonic
ἀρύστῐχος: ὁ, υποκορ. του ἀρυστήρ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Dim. of ἀρυστήρ, Ar.