ἀφαρμάκευτος

From LSJ
Revision as of 10:52, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαρμάκευτος Medium diacritics: ἀφαρμάκευτος Low diacritics: αφαρμάκευτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apharmákeutos Transliteration B: apharmakeutos Transliteration C: afarmakeftos Beta Code: a)farma/keutos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

German (Pape)

[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.

Spanish (DGE)

-ον
1 no medicado, no purgado de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.Acut.(Sp.) 27.
2 que no utiliza fármacos ἰατρὸς ἀ. ὁ δεσπότης Χριστός Bas.Sel.Or.M.85.373A
neutr. plu. como adv. sin fármacos o tintes, naturalmente (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφαρμάκευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε
2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό
2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» — χωρίς βαφές ή καλλυντικά.