ἀτρύγητος

From LSJ
Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρῠγητος Medium diacritics: ἀτρύγητος Low diacritics: ατρύγητος Capitals: ΑΤΡΥΓΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýgētos Transliteration B: atrygētos Transliteration C: atrygitos Beta Code: a)tru/ghtos

English (LSJ)

ον, = ἀτρυγής (not gathered), Arist. Pr. 925b15 ; ἀ. γενήματα PGnom. 233 (ii AD).

German (Pape)

[Seite 389] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύγητος: -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.

Spanish (DGE)

-ον
no recogido, no recolectado αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.Pr.925b15, ἀ. γενήματα PGnom.104 (II d.C.).

Greek Monolingual

και άτρυγος, -η, -ο (AM ἀτρύγητος, -ον)
(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε
νεοελλ.
1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός
2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά»).

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύγητος: Arst. = ἀτρυγής.