ἁπτός
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ή, όν, (ἅπτω)
A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁπτὰ σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.
II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que se puede tocar, tangible ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.Ti.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.de An.424a12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.Fr.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.Abst.1.33, Thphr.Od.64, Diog.Oen.122.2.3
•neutr. como adv. tangiblemente Plu.2.38a.
2 ἁπτά· φάρμακα Hsch.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) άπτω
ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός.
Greek Monotonic
ἁπτός: -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην αίσθηση της αφής, που μπορεί κάποιος να ψαύσει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπτός:
1) осязаемый (ὁρατός καὶ ἁ. Plat.);
2) осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);
3) ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).
Middle Liddell
ἅπτω
subject to the sense of touch, Plat.