εἰσοίκησις

Revision as of 20:28, 17 February 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, place for dwelling in, home, ἄοικος εἰσοίκησις = homeless home, miserable home, home that is no home, uninhabitable home S.Ph.534 (dub.).

German (Pape)

[Seite 744] ἡ, die Ansiedlung, ἡ ἔσω ἄοικος Soph. Phil. 530.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοίκησις: -εως, ἡ, τόπος πρὸς οἴκησιν, κατοικία, ἄοικος εἰσοίκησις, ἀκατοίκητος κατοικία, Σοφ. Φ. 534.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
installation, habitation.
Étymologie: εἰς, οἰκέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Paus.7.2.6
1 concr. morada, habitáculo ἄοικος εἰσοίκησις = morada que no es casa del lugar en que permaneció Filoctetes, S.Ph.534.
2 abstr. acción de habitar o establecerse, instalación, asentamiento c. gen. subjet. τὸ μαντεῖόν ἐστιν ἀρχαιότερον ἢ κατὰ τὴν Ἰώνων ἐσοίκησιν Paus.l.c., c. gen. obj. τοῦ παραδείσου Gr.Nyss.Res.316.1.

Greek Monolingual

εἰσοίκησις, η (Α)
τόπος για οίκηση, κατοικία.

Greek Monotonic

εἰσοίκησις: -εως, ἡ, κατοικία, διαμονή, τόπος διαβίωσης, σπιτικό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσοίκησις: εως ἡ жилище, жилье Soph.

Middle Liddell

εἰσοίκησις, εως [from εἰσοικέω
a place for dwelling in, a home, Soph.