ἐγκαθαρμόζω
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
fit in, Ar.Lys.682.
German (Pape)
[Seite 703] einfügen, Ar. Lys. 684.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθαρμόζω: μέλλ. -όσω, καθαρμόζω τι ἐντὸς ἄλλου πράγματος, Ἀριστοφ. Λυσ. 682.
Spanish (DGE)
ajustar bien dentro εἰς τετρημένον ξύλον ... τὸν αὐχένα de un cepo, Ar.Lys.681.
Greek Monolingual
ἐγκαθαρμόζω (Α)
συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθαρμόζω: и ἐγκαθαρμόττω всовывать, вдевать (ἐς ξύλον τὸν αὐχένα ἐγκαθαρμόσαι Arph.).